- ῥοδῖτις
- ῥοδ-ῖτις, ιδος, ἡ, name of a gem, Plin.HN37.191.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ροδίτις — ίτιδος, ἡ, Α ονομασία πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κατάλ. ῖτις. Ο λίθος ονομάστηκε έτσι λόγω τού χρώματός του] … Dictionary of Greek
ρόδο — το / ῥόδον, ΝΜΑ και αιολ. τ. βρόδον, Α το άνθος τής ροδής, το τριαντάφυλλο (α. «ο Απρίλης με τα λουλούδια κι ο Μάης με τα ρόδα» β. «φύεται αὐτόματα ρόδα», Ηρόδ. γ. «οὔτε γὰρ ἐκ σκίλλης ῥόδα φύεται οὐδ ὑάκινθος», Θέογν.) νεοελλ. φρ. α) «ρόδο τής… … Dictionary of Greek